«…Ετούτα είναι της Μηλιάς τα δυτικά χωρία, τα άλλα είναι βορεινά στη μεσιανή μερία. Μπροστά είν' η Καστάνιτζα, στις μάχες ξακουσμένη και στην Τουρκίαν ακούεται, ας είν' και μεθυσμένη. Το Σελεγούδι το πτωχό, τα Κόκκινα Λουρία, ο Άγιος Νικόλαος και άλλα δυο χωρία Μαλτζίνα λέγεται το εν, Αρχοντικόν το άλλο και έως εδώ σώνονται, δεν είναι πλέον άλλο...»

Όλα τα Μπαρδουνοχώρια κατά τον Γ. Δ. Καψάλη (Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ. τόμ. ΙΖ΄, σελ. 512) είναι τα εξής: Καστάνια, Σελεγούδι, Ποτάμι, Παλιά Μπαρδούνια (ή Μποσινέϊκα), Τσεσφίνα (Δεσφίνα), Άγιος Νικόλαος, Κόκκινα Λουριά, Μαλιτσίνα (Μέλισσα), Αρχοντικό, Κάστρο της Μπαρδούνιας (αυτό επί τουρκοκρατίας κυρίως το κατείχαν οι Μπαρδουνιώτες Τουρκαλβανοί), Σίνα, Στροντζά (Προσήλιον), Ρόζοβα (Λεμονιά), Ζελίνα (Μελιτίνη), Τσέρια (Αγία Μαρίνα), Άρνα, Κοτσατίνα (Σπαρτιά), Γόλα (μονή από Έλληνες μοναχούς), Γοράνοι, Πυλοβίτσα (Πολοβίτσα), Κουρτσούνα (Βασιλική), Λιαντίνα, Ποταμιά, Πρίτσα (Παλαιόβρυση), Τάραψα, Πετρίνα. Μετά το 1821 δεν έμεινε ούτε ένας Τουρκαλβανός. Το 1835 ανήκαν στους δήμους Μελιτίνης και Φελίας, και εν μέρει στων Κροκεών. Από το 1912 χωρίσθηκαν σε κοινότητες, από το 1998 με τον Καποδίστρια άλλα άνηκαν στον δήμο Σμήνους και άλλα στον δήμο Φάριδος και από το 2011 με τον Καλλικράτη αυτά του Δήμου Σμήνους ανήκουν πλέον στον Δήμο Ανατολικής Μάνης και αυτα του Δήμου Φάριδος στον Δήμο Σπάρτης.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Οι Τουρκοβαρδουνιώτες


Του Σταύρου Καπετανάκη*

"Η περιοχή της Βαρδούνιας βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου, νότια του Μυστρά και βόρεια της Ανατολικής Μάνης. Η λεγόμενη “πέρα Ρίζα” περιλάμβανε τα χωριά, που κατοικούσαν οι Τουρκοβαρδουνιώτες, Γοράνοι, Πολοβίτσα, Ποταμιά, Δαφνί, Κουρτσούνα (Βασιλική), Κοτσατίνα (Σπαρτιάς), Αρνα, Βίγλα, Λεβέτσοβα (Κροκεές), Ταράψα (Βασιλάκιον), Ασήμι, Πρίτσα (Παλιόβρυση), Τσέρια (Αγία Μαρίνα), Ζελίνα (Μελιτίνη), Λάγιου, Στεφανιά, Στροτζά (Προσήλιο), Ρόζοβα (Λεμονιά) Πετρίνα και Τρίνησα. Αντίθετα η “δώθε Ρίζα” περιλάμβανε τα χωριά Καστάνιτσα, Αρχοντικό, Κόκκινα Λουριά, Αγιος Νικόλαος, Μαλτσίνα και Σελεγούδι και είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό. Αποτέλεσε δε την καπετανία της Καστάνιτσας, την οποία είχε η οικογένεια Βενετσανάκη. Τα χωριά των Ελλήνων, δηλαδή της “δώθε Ρίζας”, χωρίζονταν από τα τουρκοβαρδουνιώτικα με τον ποταμό Βαρδούνια ή Σμήνο και είχαν προσκολληθεί στην Εξω Μάνη. Στα Βυζαντινά χρόνια υπήρχε το κάστρο της Βαρδούνιας, το οποίο στη διάρκεια του τουρκο-βενετικού πολέμου (1463-1479) ήταν στα χέρια των Βενετών.
Στα χρόνια της πρώτης τουρκοκρατίας (1460-1685) στην περιοχή του κάστρου του Πασσαβά και της Βαρδούνιας εγκαταστάθηκαν Τούρκοι, οι οποίοι φεύγοντες το 1685 με την Βενετική κατάκτηση, άφησαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες η νέα διοίκηση των Βενετών νοίκιαζε στους Μανιάτες, όπως φαίνεται από τα κατάστιχα της εποχής.
Οταν με τη δεύτερη τουρκοκρατία 1715-1821 ήρθαν πάλι οι Τούρκοι, ο Νταμάντ Αλή πασάς, πρωθυπουργός τότε της Τουρκίας, εγκατέστησε σε μεγάλο μέρος της Βαρδούνιας μουσουλμάνους Αλβανούς, για να εμποδίζουν τις επιδρομές των Μανιατών στη Λακωνία. Αυτοί, γνωστοί ως Τουρκοβαρδουνιώτες, αποτέλεσαν ένα αντίβαρο για τους ανυπότακτους Μανιάτες και οι Τούρκοι τους χρησιμοποιούσαν σαν εμπροσθοφυλακή, όσες φορές έκαναν εισβολή στη Μάνη.
Στα Βαρδουνοχώρια υπήρχαν πύργοι, όπου κατοικούσαν οι τοπικοί ηγέτες τους, που είχαν τον τίτλο του αγά. Τον Αμούς αγά προσφωνούσαν “Μουσάγα”.
Μεταξύ τους οι αγάδες αναγνώριζαν έναν σαν αρχηγό, στο όνομα του οποίου πρόσθεταν τη λέξη “Βαρδούνιας”, όπως Μουσά Βαρδούνιας ή Ζαβαρδούνιας. Ο αγάς ήταν κάτι αντίστοιχο με τον τοπικό καπετάνιο της Μάνη και ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της τάξης στην περιοχή του. Οι πύργοι των Τουρκοβαρδουνιωτών ήταν χτισμένοι σε οχυρές θέσεις και θεωρούνταν απόρθητοι.
Στα περισσότερα από τα Βαρδουνοχώρια ζούσαν και ελληνικές οικογένειες, οι “τουρκανάκατοι” όπως τους έλεγαν. Υπήρχαν όμως πολλά παράπονα για τη βάρβαρη συμπεριφορά των Τουρκοβαρδινιωτών απέναντι στους Ελληνες.
Οι Τουρκοβαρδουνιώτες υπήρξαν και αυτοί ανυπότακτοι, όπως οι γείτονές τους Μανιάτες και επιδίδονταν σε ληστείες, δημιουργώντας συχνά προβλήματα στην Τουρκική Διοίκηση. Ο Ι. Φιλήμων τους παρομοιάζει με τους αρματολούς της Ρούμελης και ο Πασάς της Τριπολιτσάς πολλές φορές έκανε πόλεμο μαζί τους ή αναγκαζόταν να εξαγοράσει τη φιλία τους. Οι Τουρκοβαρδουνιώτες αποτελούσαν στο Μοριά ‘‘κράτος εν κράτει”. Αναφέρεται ακόμη ότι: “...πας τις δε, ή Τούρκος ή Ελλην, γινόμενος ένοχος κακουργήματος οιουδήποτε εν Μυστρά, ελεύθερος έμενε και ακαταδίωκτος παρά της αρχής, άμα κατέφευγε εις το Παρόρι.
Αλλως, ενδεχομένη καταδίωξις και σύλληψις του κακούργου από του ασύλου αυτού εγίνετο κήρυγμα πολέμου των Βαρδουνιωτών κατά της αρχής...”.
Μεταξύ Μανιατών και Τουρκοβαρδουνιωτών υπήρχαν τόσο φιλίες, όσο και έχθρες. Οταν η Τουρκική Διοίκηση καταδίωκε κάποιον από τους Τουρκοβαρδουνιώτες, αυτός εύρισκε άσυλο σε έναν από τους πολλούς φίλους που είχε στη Μάνη και αντιστρόφως οι Μανιάτες, οι οποίοι διώκονταν από Τούρκους ή Ελληνες αντιπάλους τους, κατέφευγαν στα Βαρδουνοχώρια. Αντίθετα όταν οι Τούρκοι ήθελαν να εισβάλλουν στη Μάνη χρησιμοποιούσαν τους Τουρκοβαρδουνιώτες και όταν ήθελαν να χτυπήσουν κάποιον από τους Τουρκοβαρδουνιώτες καλούσαν σε βοήθεια τους Μανιάτες.
Στους Βαρδουνοχωρίτες είχαν εισχωρήσει και πολλά εγκληματικά στοιχεία από άλλα μέρη.
Μανιάτες, απόβλητοι από τις τοπικές τους κοινωνίες για ανεπίτρεπτη συμπεριφορά, εύρισκαν άσυλο στα Βαρδουνοχώρια, απαρνιούνταν τη χριστιανική πίστη τους και ήταν γνωστοί ως “τζερεμέδες”. Ακόμη το 1779, όταν ο Γαζή Χασάν πασάς εξόντωσε τους Αλβανούς, που καταδυνάστευαν το Μοριά μετά από τα Ορλωφικά, μερικοί από αυτούς βρήκαν άσυλο στα Βαρδουνοχώρια και έμειναν γνωστοί με το όνομα της φυλής τους “μπεκιάρηδες”. Να σημειωθεί ότι οι Τουρκοβαρδουνιώτες ήταν μεν μουσουλμάνοι, αλλά τζαμιά και ιμάμηδες δεν υπήρχαν στον τόπο τους, που έμοιαζε σαν ένα στρατόπεδο."

*Η Μάνη στη δεύτερη τουρκοκρατία Γ (1715-1821)